- εμβολιοθεραπεία
- ηη εμβολιοθεραπευτική (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμβολιοθεραπεία — η το σύνολο τών θεραπευτικών μεθόδων που στηρίζονται στη χρησιμοποίηση τών θεραπευτικών εμβολίων … Dictionary of Greek